μυστρίζω

μυστρίζω
malayla sıvamak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυστρίζω — [μυστρί] αλείφω με πηλό ή ασβεστοκονίαμα την επιφάνεια τοίχου χρησιμοποιώντας μυστρί …   Dictionary of Greek

  • μυστρίζω — μύστρισα, μυστρίστηκα, μυστρισμένος, αλείφω το ασβεστοκονίαμα στον τοίχο με το μυστρί: Σε μια μέρα μύστρισαν όλους τους τοίχους της οικοδομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύστρισμα — το [μυστρίζω] η ενέργεια τού μυστρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”